- ἀρίδακρυς
- ἀρίδακρυςvery tearfulmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρίδακρυ — ἀρίδακρυς very tearful masc voc sg ἀρίδακρυς very tearful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίδακρυν — ἀρίδακρυς very tearful masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρι- — (AM ἀρι ) προθεματικό, επιτατικό μόριο που χρησιμεύει για να επιτείνει τη σημασία του β συνθετικού της λέξης στην οποία απαντά και σημαίνει «πολύ, κατεξοχήν» (πρβλ. το συνώνυμο ερι ). Χρησιμοποιείται σε αρκετές λέξεις, κυρίως του αρχαίου… … Dictionary of Greek
αριδάκρυος — ἀριδάκρυος, ον και ἀρίδακρυς, υ (Α) αυτός που χύνει πολλά δάκρυα (για πρόσωπα) ή που συνοδεύεται με πολλά δάκρυα («ἀριδάκρυος γόος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + δάκρυ] … Dictionary of Greek
αρτίδακρυς — ἀρτίδακρυς, υ (Α) αυτός που είναι έτοιμος να δακρύσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + δακρυς < δάκρυ (πρβλ. απειρόδακρυς, αρίδακρυς)] … Dictionary of Greek
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek